- ἐπισκόπου
- ἐπίσκοπος 1one who watches overmasc gen sgἐπίσκοπος 2hitting the markmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισκοπού — επίρρ. σκόπιμα, επίτηδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί σκοπού] … Dictionary of Greek
ιεροσύνη — Ένα από τα Μυστήρια της Εκκλησίας, ταυτόσημο με τη χειροτονία. Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, η ι. είναι θεοσύστατη τελετή, κατά τη διάρκεια της οποίας κατέρχεται η θεία χάρη με την επίθεση των χεριών του επισκόπου και ο χειροτονούμενος… … Dictionary of Greek
Βονιφάτιος — I Όνομα παπών της Ρώμης. 1. Β. Α’ (; – 422). Πάπας της Ρώμης (418 422). Ήταν γιος ιερέα και η περιπετειώδης εκλογή του ως επισκόπου Ρώμης έδωσε την αφορμή για την οριστική διευθέτηση του τρόπου με τον οποίο θα έπρεπε να εκλέγονται στο μέλλον οι… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βυζαντινό Πάφου (Κύπρου) — Ιδρύθηκε το 1983 και φιλοξενείται από το 1989 στην ανατολική πτέρυγα της Αρχιεπισκοπής (οδός Αγίου Θεοδώρου). Μετά το Βυζαντινό Μουσείο της Λευκωσίας είναι το δεύτερο σπουδαιότερο στο είδος του μουσείο της Κύπρου. Η μεγάλη αίθουσα αριστερά της… … Dictionary of Greek
επισκοπάτο — το (Μ ἐπισκοπάτον) περιφέρεια που υπάγεται στη δικαιοδοσία επισκόπου μσν. το αξίωμα τού επισκόπου νεοελλ. έδρα επισκόπου, επισκοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. episcopate «επισκοπή»] … Dictionary of Greek
επισκοπή — Ονομασία δεκαπέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 139 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 8 χλμ. Ν της Τρίπολης, στην περιοχή της αρχαίας Τεγέας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο … Dictionary of Greek
μονεμβασία — Ιστορική μεσαιωνική πόλη στην ανατολική ακτή της Λακωνίας, χτισμένη σ’ ένα βράχο ύψους 300 μ., αποκομμένο από την ξηρά, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Η M., με 90 κατοίκους υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. Η Μ. είχε παραμείνει… … Dictionary of Greek
χαρτοφύλακας — Εκκλησιαστικό αξίωμα το οποίο δίνεται σε πρεσβυτέρους και διακόνους. Ο χ. εξαιτίας των πολλών καθηκόντων που αναλαμβάνει αποκλήθηκε στόμα και δεξιά του επισκόπου χειρ. Τα καθήκοντά του ως γραματέα του επισκόπου είναι: να συντάσσει τα πρωτότυπα… … Dictionary of Greek
Ίβας ο Εδέσσης — (; – 457 μ.Χ.). Επίσκοπος Εδέσσης Συρίας (435 457). Ήταν δάσκαλος στην τοπική σχολή και ασπαζόταν τον νεστοριανισμό. Η θεολογική του ιδεολογία ταυτιζόταν με εκείνη του Διόδωρου (επίσκοπου Ταρσού), του Θεόδωρου του Μοψουεστίας και κυρίως του… … Dictionary of Greek
Παυλίνος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, μαζί με τον Βενέδημο και τον Ηράκλειο. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Μαΐου. Kαταγόταν από την Αθήνα, που ήταν και ο τόπος διαμονής του. II (Paulinus). Όνομα ιστορικών προσώπων. 1.… … Dictionary of Greek